Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ
Το Ιερό του Ποσειδώνα στον Πόρο είναι από τα σημαντικότερα μνημεία της αρχαιότητας, με μεγάλη σημασία για τον Πόρο σήμερα και βρίσκεται στο υψηλότερο οροπέδιο της Καλαυρίας.
Οι ανασκαφές που έχουν γίνει μέχρι σήμερα έχουν ήδη δώσει μια πληθώρα εντυπωσιακών ευρημάτων. Ευρήματα που μπορούν μάλιστα να αλλάξουν αυτά που γνωρίζαμε ως τώρα για τη θρησκευτική ζωή στην αρχαία Ελλάδα. Κάθε νέα ανασκαφική περίοδο έρχονται στο φως και νέα δεδομένα, νέες ενδείξεις για τους αρχαίους κατοίκους του νησιού και της γύρω περιοχής, κάποια από τα οποία θα παρουσιάσουμε παρακάτω. Κρίνοντας από τη συχνότητα με την οποία αναδύονται τα νέα ευρήματα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Ιερό του Ποσειδώνα κρύβει ακόμα πολλές εκπλήξεις για τους αρχαιολόγους αλλά και για τους κατοίκους του Πόρου.
Στο χώρο του Ιερού του Ποσειδώνα δεν υπήρχε μόνο ο ναός του Ποσειδώνα, πασίγνωστος στην κλασσική αρχαιότητα, αλλά και ένα ολόκληρο σύμπλεγμα από βοηθητικά και άλλα κτήρια, τα οποία τον πλαισίωναν. Μάλιστα, τα κτήρια αυτά είναι σήμερα πιο καλοδιατηρημένα από τον ίδιο το ναό, ο οποίος ως γνωστόν δε σώζεται, και μας δίνουν μια πληθώρα πληροφοριών για τον τρόπο με τον οποίον ζούσαν και λάτρευαν οι αρχαίοι Ποριώτες και οι επισκέπτες τους. Όταν αναφερόμαστε λοιπόν στο «ιερό του Ποσειδώνα» εννοούμε όλα αυτά τα κτήρια τα οποία αποτελούν μια μονάδα και έχουν έρθει στο φως σε μεγάλη έκταση χάρη στις προσπάθειες της αρχαιολογικής ομάδας που σκάβει εκεί.
ΑΛΛΑ ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΙΑΝ ΑΡΧΗ ...
Οι πρώτοι αρχαιολόγοι που ασχολήθηκαν με το Ιερό του Ποσειδώνα στον Πόρο στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν δυο Σουηδοί. Ο Σαμουήλ Βίντε και ο Λέναρτ Κιέλμπεργκ. Από αυτούς, ο πρώτος ήταν προσωπικός φίλος μεγάλων αρχαιολόγων όπως ο Σλήμαν και ο Ντόρπφελντ. Ο Ντόρπφελντ τότε έσκαβε στην αρχαία Ολυμπία και παρακίνησε τον Βίντε να σκάψει στον Πόρο, όπου, σύμφωνα με τις αναφορές του Παυσανία, υπήρχε ο ναός του Ποσειδώνα στον οποίο είχε μάλιστα καταφύγει και τελικά είχε αυτοκτονήσει ο πασίγνωστος ρήτορας Δημοσθένης, κυνηγημένος από τους Μακεδόνες. Ο Σαμουήλ Βίντε ήρθε στον Πόρο το 1894, φέρνοντας μαζί του κάποιους ειδικευμένους εργάτες από τις γερμανικές ανασκαφές στην Ολυμπία. Νοίκιασε κάποια πέτρινα σπίτια τα οποία βρίσκονται ακόμη στην περιοχή για να στεγάσει ντόπιους και ξένους εργάτες που δούλεψαν μαζί του. Μάλιστα, ο μικρός αυτός οικισμός πήρε το όνομά του και είναι ως τα σήμερα γνωστός ως «Σαμουήλ».
Οι ανασκαφές του Βίντε το 1894 έδειξαν ότι στην περιοχή υπήρχαν εκτεταμένες εγκαταστάσεις. Είναι άγνωστο γιατί οι Σουηδοί δεν συνέχισαν τότε την ανασκαφή. Ίσως λόγω της απουσίας εντυπωσιακών ευρημάτων όπως εκείνα της Ολυμπίας. Ίσως πάλι λόγω έλλειψης χρημάτων. Όμως το πρώτο βήμα είχε γίνει.
Οι ανασκαφές ξαναάρχισαν το 1997. Η πρώτη ανασκαφική περίοδος, που κράτησε από το 1997 έως το 2005 προχώρησε με αργά βήματα λόγω ελλείψεως πόρων. Οι εργασίες που έγιναν όμως ήταν σημαντικές. Πρώτα-πρώτα, καθαρίστηκε και διαμορφώθηκε ο χώρος. Το περιβάλλον του ιερού, όπως το βλέπουμε σήμερα διαμορφώθηκε στα χρόνια αυτά, και σίγουρα δεν είναι όπως το θυμούνται οι παλαιότεροι. Ταυτόχρονα, εντοπίστηκαν τα σημεία που παρουσίαζαν ιδιαίτερο αρχαιολογικό ενδιαφέρον, και ξεκίνησαν οι πρώτες δοκιμαστικές ανασκαφές.
Αμέσως έγινε ξεκάθαρο ότι δεν επρόκειτο για ένα ξεκομμένο ναό, αλλά για ένα ολόκληρο λατρευτικό συγκρότημα, με πολλά βοηθητικά κτήρια, στοές, βουλευτήριο, αλλά και μια πόλη η οποία αναπτύχθηκε πλάι του. Κάτι τέτοιο ήταν σε συμφωνία με τις αρχαίες πηγές, που θέλουν το Ιερό ως έδρα μιας σημαντικής αμφικτυονίας, δηλαδή μιας θρησκευτικής ομοσπονδίας πόλεων.
Η νέα φάση του προγράμματος, η οποία συνεχίζεται καθώς γράφονται αυτές εδώ οι γραμμές, άρχισε το 2007. Με νέα χρηματοδότηση από την Εθνική Τράπεζα της Σουηδίας συστάθηκε μια ομάδα ειδικών από διάφορες εθνικότητες η οποία εργάζεται μέχρι και σήμερα στο Ιερό.
ΤΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΕΩΣ ΤΩΡΑ
Όπως είναι γνωστό ήδη στους περισσότερους Ποριώτες και σε όσους έχουν ενδιαφέρον για τον Πόρο, το Ιερό του Ποσειδώνα δεν είναι πλούσιο σε εντυπωσιακά μνημεία, όπως αυτά που έχουμε ίσως συνηθίσει να βλέπουμε σε άλλα σημαντικά ιερά της Ελλάδας. Ο ναός αυτός καθαυτός, αλλά και τα υπόλοιπα κτήρια, μετακινήθηκαν ως τη Βαγιονιά από όπου μεταφέρθηκαν με καράβια στην Ύδρα, πιθανότατα για να χτιστεί το εκεί μοναστήρι. Αυτό το γνωρίζουμε με βεβαιότητα, διότι μας το καταθέτει ένας αυτόπτης μάρτυρας, ο Άγγλος περιηγητής Richard Chandler, ο οποίος βρέθηκε στον Πόρο στα τέλη του 18ου αιώνα. Σίγουρα, όπως δείχνουν κάποιες ανακαλύψεις της νέας ανασκαφικής περιόδου, αρκετές από τις πέτρες του Ιερού μεταφέρθηκαν και προς το εσωτερικό του νησιού στα νεότερα χρόνια, ίσως για να χτιστεί το μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής, αλλά και ιδιωτικά κτίσματα. Η συνήθεια να χρησιμοποιούνται κομμάτια από αρχαία κτίσματα για να φτιαχτούν νεότερα είναι άλλωστε κάτι που συναντάμε πολύ συχνά σε όλο τον ελλαδικό χώρο, όχι μόνο στην σύγχρονη, αλλά και στην αρχαία εποχή.
Παρόλα αυτά, είναι λάθος να πιστεύουν οι Ποριώτες και οι φίλοι του Πόρου ότι στο Ιερό του Ποσειδώνα «δεν υπάρχει τίποτα». Μπορεί τα ευρήματα να μην είναι εντυπωσιακά, είναι όμως σίγουρα πολύ ενδιαφέροντα και πολύ σημαντικά. Από πλευράς αρχιτεκτονικής, ο νέος κύκλος ανασκαφών έχει μελετήσει και αναδείξει μια σειρά κτηρίων τα οποία είναι ορατά στον επισκέπτη. Πέρα από αυτά, οι ανασκαφές έχουν φέρει στην επιφάνεια και δομικά στοιχεία που μας δίνουν όλο και περισσότερες ενδείξεις για τον τόπο και τους κατοίκους του.
Στη φετινή ανασκαφική περίοδο, ήρθε στο φως μια τέλεια διατηρημένη επιγραφή, προσφορά από την πόλη της Αρσινόης -νυν Παλαιόκαστρο Μεθάνων - στον Ποσειδώνα. Η επιγραφή αυτή ήταν η βάση για δυο αγάλματα, της βασίλισσας Αρσινόης και του βασιλιά Πτολεμαίου, τα οποία δεν έχουμε βρει ακόμα. Μάλιστα, η επιγραφή δεν βρέθηκε στο σημείο στο οποίο είχε αρχικά τοποθετηθεί, αλλά μάλλον εγκαταλείφθηκε εκεί που ήρθε στο φως από κάποιους που τη μετέφεραν προς το εσωτερικό του νησιού για δομικό υλικό. Κοντά στην επιγραφή αυτή βρέθηκαν τα κομμάτια ενός πολύ παλαιότερου κατασκευάσματος. Πρόκειται για μεγάλους στρογγυλούς «σπονδύλους», όπως τους ονομάζουν οι αρχαιολόγοι. Τα κομμάτια μιας κολώνας δηλαδή, η οποία αν ποτέ στηνόταν όρθια, πιθανότατα θα έφτανε τα έξι μέτρα σε ύψος. Επρόκειτο μάλλον για μια αναθηματική στήλη, μια ακόμα δηλαδή προσφορά στον θεό Ποσειδώνα. Η στήλη όμως αυτή δε στήθηκε ποτέ, διότι οι όψεις των σπονδύλων δεν είναι δουλεμένες. Αυτό από τη μια επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα των αρχαιολόγων ότι το Ιερό του Ποσειδώνα γνώρισε μια περίοδο μεγάλων αναταραχών γύρω στο 500 π.Χ. Από την άλλη, μας δίνει και ένα πολύ σπάνιο στοιχείο: χαραγμένες στην όψη των σπονδύλων είναι οι σημειώσεις του αρχαίου χτίστη στον εαυτό του. Κάποια σύμβολα που άφηνε δηλαδή για να θυμάται με ποια σειρά θα τους τοποθετήσει.
Πέρα από αυτές τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις, έρχονται στο φως και πρωτοφανή στοιχεία για την καθημερινή ζωή και λατρεία των κατοίκων του αρχαίου Πόρου. Στις ανασκαφές ανακαλύπτεται μια πληθώρα μικροαντικειμένων: αγκίστρια, βαρίδια για δίχτυα, πιάτα και αγγεία, αιχμές από δόρατα, κ.ο.κ. Όλα αυτά συνθέτουν αργά αλλά σταθερά μια εικόνα για τη ζωή στο νησί, για το διαιτολόγιο, για τις συνήθειες των κατοίκων αλλά και των επισκεπτών τους. Γνωρίζουμε σήμερα με σιγουριά, για παράδειγμα, ότι ένα πολύ γερό τσιμπούσι έγινε στο ιερό κάποια μέρα του 165 π.Χ. Σε αυτό το γεύμα υπολογίζεται πως έλαβαν μέρος περί τα εκατόν πενήντα άτομα, τα οποία κατανάλωσαν μια ποικιλία από κρέατα, ψάρια, πουλιά, αυγά και θαλασσινά. Η ποικιλία αυτή μας δείχνει ότι ίσως τα φαγητά αυτά είχαν μεταφερθεί στον Πόρο από άλλα μέρη, ίσως από τους ίδιους τους συνδαιτημόνες. Τα κατάλοιπα του γεύματος εκείνου τα ανακαλύψαμε θαμμένα και καλυμμένα με πέτρες και χώμα σε μια γωνιά του Ιερού. Κοντά στο σημείο αυτό, υπάρχει μια αρχαία δεξαμενή νερού, η οποία φτάνει σε αρκετό βάθος. Όταν η δεξαμενή αυτή ανοίχτηκε, κατά την ανασκαφική περίοδο 2004-2005, μας έδωσε μερικά από τα πιο παράξενα ευρήματα που έχουν βρεθεί μέχρι στιγμής: Οστά σκυλιών με ίχνη από μαχαίρι και φωτιά, πράγμα που δείχνει ότι σφάχτηκαν, ψήθηκαν και μάλλον φαγώθηκαν. Οστά φιδιών που είχαν την ίδια μοίρα. Επίσης, μέλη αλόγων και άλλων ζώων, κουτάβια, ψάρια, πουλιά, αυγά, βάτραχοι και πορφύρες. Ίσως πρόκειται για τα απομεινάρια μιας τελετής η οποία είναι μοναδική και ανεπανάληπτη, τόσο στις γραπτές μαρτυρίες αλλά και σε άλλες ανασκαφές σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο.
Ταυτόχρονα, οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν, στηριγμένοι σε αρχιτεκτονικά στοιχεία που υπάρχουν στο χώρο, να δημιουργήσουμε τρισδιάστατες αναπαραστάσεις των κτηρίων όπως ήταν στο παρελθόν. Η φηφιακή αναπαράσταση μας έχει ήδη δώσει την εικόνα του λεγόμενου «κτηρίου D», στο οποίο ανήκει ο εντυπωσιακός τοίχος που βλέπουμε μπροστά μας μπαίνοντας στον αρχαιολογικό χώρο. Όμως αυτό είναι μόνο η αρχή. Με βάση ένα τυχαίο εύρημα της φετινής ανασκαφικής περιόδου, είμαστε σήμερα σε θέση να δημιουργήσουμε μια ψηφιακή αναπαράσταση του ίδιου του ναού του Ποσειδώνα, όπως ήταν στην αρχαιότητα. Θα είναι η πρώτη ακριβής αναπαράσταση βασισμένη σε αρχιτεκτονικά στοιχεία, και για πρώτη φορά οι Ποριώτες θα δουν, έστω και σαν μοντέλο, αυτό που αντίκρυζαν οι αρχαίοι κάτοικοι του νησιού όταν πλησίαζαν στο ιερό του Ποσειδώνα.
ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΟΥ ΠΟΣΕΙΔΩΝΑ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ
Πέρα από τις πληροφορίες που μπορεί να μας δώσει το Ιερό του Ποσειδώνα για τη ζωή στα αρχαία χρόνια, πέρα δηλαδή από την αρχαιολογική σημασία του, έχει για μας και μεγάλη σημασία για τη ζωή των σημερινών κατοίκων του νησιού.
Ας μην ξεχνάμε ότι η περιοχή χαρακτηρίστηκε ως αρχαιολογικός χώρος σχετικά πρόσφατα. Ως τότε, το ιερό είχε μια μακριά ιστορία χρήσης, η οποία φτάνει ως τις μέρες μας. Και η χρήση αυτή δεν ήταν πάντοτε θρησκευτική. Ένας από τους βασικούς στόχους μας είναι να μελετήσουμε αυτές τις πλευρές του ιερού στην πρόσφατη ιστορία του Πόρου. Είναι γνωστό για παράδειγμα, ότι στο χώρο του ιερού ζούσε και εργαζόταν μια οικογένεια ρετσινοπαραγωγών από το Αγκίστρι, η οικογένεια Μακρή. Ίχνη της καθημερινής ζωής της οικογένειας αυτής βρίσκουμε μέχρι και σήμερα στο χώρο. Το 1978, όταν ο χώρος πέρασε στη δικαιοδοσία του ελληνικού κράτους, τα κτήρια που είχε κατασκευάσει η οικογένεια κατεδαφίστηκαν. Παραμένουν όμως χαρακτηριστικά ίχνη, όπως για παράδειγμα τα σπιθάρια (δεξαμενές για ρετσίνι) που είναι κατασκευασμένα στον περίβολο του ναού, ο φούρνος και η στέρνα της οικογένειας και μας υπενθυμίζουν κάποιες παλιότερες εποχές της ζωής του νησιού που θυμούνται ακόμα οι μεγαλύτεροι. Ταυτόχρονα, η ανασκαφική ομάδα επέλεξε να διατηρήσει τα αιωνόβια δέντρα, ελιές και πεύκα, που φυτρώνουν στο χώρο, και να τα αναδείξει, ως μια υπενθύμιση των διαφορετικών χρήσεων του ιερού ανά την ιστορία, αλλά και μια αισθητική πινελιά στο χώρο.
Όπως ίσως θυμούνται οι παλιότεροι, η περιοχή γύρω από το Ιερό, γνωστή και ως «παλάτια», καθώς και ο απέναντι οικισμός του «σαμουήλι» ήταν κάποτε ζωντανό στοιχείο του νησιού, αντηχούσε από φωνές, έβριθε από σημεία ζωής και εργασίας των κατοίκων της. Περπατώντας μέσα στις κατάφυτες καλλιεργημένες τότε πλαγιές, συναντούσες άνδρες και γυναίκες που κατοικούσαν στο χώρο και του έδιναν ζωή. Οι οικονομικές συνθήκες, η πτώση των τιμών των αγροτικών και δασικών προϊόντων, καθώς και η μετανάστευση, άλλαξαν την όψη του και ερήμωσαν την περιοχή. Οι επιταγές της κρατικής αρχαιολογίας σίγουρα περιόρισαν τις δυνατότητες των κατοίκων να χτίσουν και να εγκατασταθούν μόνιμα στην περιοχή. Ταυτόχρονα όμως, απέτρεψαν και την αλόγιστη τουριστική της εκμετάλλευση, διατήρησαν το περιβάλλον και έκαναν το Ιερό του Ποσειδώνα και τα περίχωρά του ένα από τα πιο όμορφα σημεία του νησιού, πόλο έλξης τόσο για ντόπιους όσο και για επισκέπτες.
Ο χώρος παραμένει ανοικτός χειμώνα-καλοκαίρι, επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Η είσοδος είναι δωρεάν για όλους. Ο χώρος του Ιερού του Ποσειδώνα εκτός από σημαντικός αρχαιολογικός χώρος είναι και ένας χώρος δημόσιος, κοινός για τους κατοίκους του νησιού, ένας τόπος αναψυχής όπου μπορεί κανείς να ηρεμήσει και να ξεφύγει από τις καθημερινές έγνοιες.
Άρης Αναγνωστόπουλος - Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον
(Μεγάλη Βρετανία), ειδικός ερευνητής στο πρόγραμμα «Καλαυρεία»
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΟΥ ΠΟΡΟΥ
Στην έκθεση, στον προθάλαμο της αίθουσας του ισογείου, εκτίθεται ένα μεγάλο ανάγλυφο με παράσταση σκύλου, λαξευμένο σε ογκώδη λιθόπλινθο με αναθυρώσεις που δείχνουν ότι ήταν ενσωματωμένο σε αρχαίο οικοδόμημα. Βρέθηκε στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου στην κοιλάδα της Φούσας, κοντά στο χωριό Άνω Φανάρι, όπου είναι από παλιά γνωστή η ύπαρξη εκτεταμένου αρχαίου οικισμού και νεκροταφείων.
Στον ίδιο χώρο έχει εκτεθεί και ένα γύψινο εκμαγείο της φημισμένης ενεπίγραφης στήλης από την Τροιζήνα με το κείμενο του αθηναϊκού ψηφίσματος που πρότεινε ο Θεμιστοκλής το 480 π.Χ. για την αντιμετώπιση της περσικής εισβολής. Το πρωτότυπο της στήλης αυτής, όπως είναι γνωστό, βρίσκεται σήμερα στο Επιγραφικό Μουσείο Αθηνών (ΕΜ 13330).
Στα επιγραφικά εκθέματα περιλαμβάνεται ένα τιμητικό ψήφιασμα της πόλης της Τροιζήνας για τον Εχίλαο Φιλωνίδου από τις Πλαταιές (369 π.Χ.).
Η γλυπτική των κλασικών χρόνων αντιπροσωπεύεται από δύο αγαλματίδια, ένα γυμνό αγόρι και μια γυναίκα με χιτώνα και ιμάτιο, που προέρχονται από τις παλαιές ανασκαφές του Legrand στην ακρόπολη της Τροιζήνας και από μερικές επιτύμβιες στήλες του 4ου αι. π.Χ., πρόσφατα ευρήματα από την περιοχή των νεκροταφείων της αρχαίας πόλης της Τροιζήνας. Ανάμεσα στις τελευταίες ξεχωρίζει ένα αξιόλογο επιτύμβιο ανάγλυφο με υπερφυσικού μεγέθους παράσταση γυναίκας, που φοράει αργείο πέπλο με χαμηλό κόλπο και ιμάτιο που κάλυπτε και το κεφάλι. Το κεφάλι με το λαιμό, καθώς και οι βραχίονες, ήταν ένθετα, κατασκευασμένα από χωριστά κομμάτια μαρμάρου. Οι περισσότερες όμως από τις επιτύμβιες στήλες της Τροιζήνας ανήκουν στους αυτοκρατορικούς χρόνους, περίοδο κατά την οποία κατασκευάστηκε και μια σειρά από επιβλητικά ταφικά μνημεία γύρω από τα τείχη της πόλης.
Μια συνοπτική εικόνα της μορφής των κιονοκράνων των τριών κύριων αρχιτεκτονικών ρυθμών και της εξέλιξής τους από τους αρχαϊκούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους προσφέρεται στον επισκέπτη με δύο παραδείγματα κορινθιακών κιονοκράνων της ρωμαϊκής περιόδου, το ένα από τα Μέθανα και το άλλο από την Τροιζήνα. Το δεύτερο από αυτά είναι διακοσμημένο στις δύο κύριες όψεις του με ανάγλυφα προσωπεία, που μαρτυρούν την προέλευσή του από θεατρικό οικοδήμημα.
Η παλαιοχριστιανική αρχιτεκτονική αντιπροσωπεύεται επίσης στην έκθεση με κιονόκρανα και επιθήματα αυτής της περιόδου από την ευρύτερη περιοχή της Τροιζήνας.
Επίσης περιλαμβάνονται ένα αρχαϊκό επίγραμμα (γύρω στο 600 π.Χ.) χαραγμένο σε κυβόλιθο από τραχείτη, επιτάφειο σήμα του Ανδροκλή, γιου του Ευμάρη, που βρέθηκε στα Μέθανα, και το ενεπίγραφο βάθρο ενός χάλκινου ανδριάντα του αυτοκράτορα της Ρώμης Μάρκου Αυρηλίου, ανάθημα της πόλης των Μεθάνων (175-180 μ.Χ.). |